- σιρίτι
- το-ιού (λ. τουρκ.), κορδόνι σε στρατιωτικές στολές και πηλήκια: Φόρεσε τη στολή με τα σιρίτια για να πάει στην παρέλαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… … Dictionary of Greek
γαλόνι — Μονάδα όγκου ή χωρητικότητας στο αγγλοσαξονικό μετρικό σύστημα. Χρησιμοποιείται στην Αγγλία, στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κυρίως για τη μέτρηση του όγκου των υγρών σωμάτων. Το αγγλικό γ. είναι ίσο με 4,54596 λίτρα και το αμερικάνικο γ. ισούται με … Dictionary of Greek
σαρδέλα — (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15 25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας,… … Dictionary of Greek
σειρήτι — το, Ν βλ. σιρίτι … Dictionary of Greek
σειρίδα — η / σειρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σιρίτι 2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών… … Dictionary of Greek
σειρίτι — το, Ν (εσφ. τ.) βλ. σιρίτι … Dictionary of Greek
φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… … Dictionary of Greek
şiret — ŞIRÉT1, şireturi, s.n. 1. Bentiţă îngustă de bumbac, ţesută tubular sau în fâşie, care, petrecută prin butoniere speciale, serveşte pentru a lega sau a strânge încălţămintea sau diferite obiecte de îmbrăcăminte. ♦ Fâşie îngustă şi groasă de… … Dicționar Român
γαλόνι — I (λ. αγγλ.), μονάδα χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με 4,5 λίτρα. II (λ. ιταλ.) 1. ταινία χρυσοκέντητη ή μεταξωτή που φέρουν οι αξιωματικοί για τη διάκριση του βαθμού, το σιρίτι. 2. φρ., «Του ξήλωσαν τα γαλόνια», καθαίρεσαν το στρατιωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδόνι — το (λ. ιταλ.) 1. γαϊτάνι, σιρίτι: Οι αξιωματικοί φέρουν κορδόνια στη στολή τους. 2. κορδόνι παπουτσιών. 3. ως επίρρ. σημαίνει ο ένας κατόπιν του άλλου: Θα περάσουν από εξετάσεις όλοι κορδόνι. 4. φρ., «H δουλειά πάει κορδόνι», η δουλειά προχωρεί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)